ταραντινάρχης

ταραντινάρχης
ὁ, Α
βλ. ταραντίναρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταραντίναρχος — και ταραντινάρχης, ὁ, Α αρχηγός, επικεφαλής ίλης ελαφρού ιππικού, τής ταραντιναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταραντῖνοι «σώμα ιππέων» + αρχος* / άρχης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”